- ῥοθῶ
- ῥοθέωmake a rushing noisepres subj act 1st sg (attic epic doric)ῥοθέωmake a rushing noisepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ροθώ — έω, Α [ῥόθος] 1. θορυβώ, κάνω κρότο («ἐν ῥοθοῡντι κριβάνῳ», Αισχύλ.) 2. παράγω συγκεχυμένο ήχο, εχθρικό ή οργισμένο (α. «ἀλλὰ ταῡτα καὶ πάλαι πόλεως ἄνδρες μόλις φέροντες ἐρρόθουν ἐμοί», Σοφ. β. «λόγοι δ ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί», Σοφ.) … Dictionary of Greek
ῥόθω — ῥόθος rushing noise masc nom/voc/acc dual ῥόθος rushing noise masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόθῳ — ῥόθος rushing noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόθωι — ῥόθῳ , ῥόθος rushing noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορροθώ — κακορροθῶ, έω (Α) κακολογώ, λοιδορώ, υβρίζω («ἅπασαν ἡμῶν τὴν πόλιν κακορροθεῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ῥοθῶ «μιλώ θορυβωδώς, μεμψιμοιρώ» (πρβλ. επι ρροθώ)] … Dictionary of Greek
ρόθος — ὁ, Α 1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος τού κουπιού που χτυπάει τη θάλασσα («τέλος δ ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.) 2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθον τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.) 3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος»,… … Dictionary of Greek